-
1 Αφροδίτης
-
2 Ἀφροδίτης
-
3 αφροδίτης
-
4 ἀφροδίτης
-
5 γάλα
Aγάλακι Call.Hec. 1.4.4
, prob. in Pherecr.108.18, cf. An.Ox.4.338), also τοῦ γάλα indecl., Pl.Com.238: dat. pl. . (For γλακτ-, cf. Lat. lac for glact):—milk,ἀμελγόμενοι γ. λευκόν Il.4.434
, cf. Od.4.88, etc.; εὔποτον γ., εὐτραφὲς γ., A.Pers. 611, Ch. 898; ἐν γάλακτι ὤν, τεθραμμένη, at the breast, E.HF 1266, Pl.Ti. 81c; ἐν γάλαξι τρέφεσθαι Id.Lg.l.c. (so metaph., ἐν σπαργάνοις καὶ γάλαξιν εἶναι, of art, Ael.VH 8.8);διδόναι γάλα X.Cyn.7.4
; ἐμπλῆσαι γάλακτος to fill full of milk, Theoc.24.3: metaph.,οἶνος, Ἀφροδίτης γ. Ar.Fr. 596
.2 ὀρνίθων γ. (ὄρνιθος γάλα, = ὀρνιθόγαλον, Nic.Fr.71.5, Dsc.2.144), prov. of rare and dainty things, Ar.V. 508, Av. 734, Mcn. 936;τὸ λεγόμενον, σπανιώτατον πάρεστιν ὀρνίθων γ. Mnesim.9
, cf. Ach. Tat.Intr.Arat. 4 (expld. by Anaxag.22 as white of egg, cf. Sch.Luc.Merc.Cond. 13).III the milky way, Parm.11, Arist.Mete. 345a12, Arat.476; butὁ τοῦ γάλακτος κύκλος Euc.Phaen.p.4M.
, Gem.5.69. -
6 δῶρον
A gift, present, gift of honour,ἀγλαὰ δ. Il.1.213
, etc.; votive gift or offering to a god,φέρε δῶρον Ἀθήνῃ 6.293
, cf. LXX Ge.4.4, Ev.Marc.7.11;βωμοὶ δώροισι φλέγονται A.Ag.91
; ποῦ μοι τὰ.. δ. κἀκροθίνια; Id.Fr. 184; δῶρά τινος the gifts of, i. e. given by, him,θεῶν ἐρικυδέα δ. Il.20.265
, cf. Od. 18.142; δῶρ' Ἀφροδίτης, i.e. personal charms, Il.3.54,64;δ. Κύπριδος E.Hel. 363
(lyr.); δ. τῶν Μουσῶν καὶ Ἀπόλλωνος, of μουσική, Pl.Lg. 796e: c. gen. rei, ὕπνου δ. the blessing of sleep, Il.7.482; δῶρα presents given as tribute, 17.225; δῶρον τοῦ ποταμοῦ, of the land of Egypt, Hdt.2.5.2 δῶρα presents, as retaining fees or bribes, D.18.109, Jusj.ib.24.150, Arist.Ath.55.5, SIG953.7 ([place name] Calymna), etc. (the usual sense of the word in [dialect] Att. Oratt.): hence in [dialect] Att. law, δώρων γραφή an indictment for being bribed, Aeschin.3.232, etc., cf. Harp.; δώρων κριθῆναι to be tried for taking bribes, Lys.27.3; δώρων ἑλεῖν τινα to convict him of taking bribes, Ar. Nu. 591; δ. ὀφλεῖν to be found guilty of taking bribes, And.1.74;δώρων δίωξις Plu.Per.32
.3 in pl., good qualities, talents,τὰ βασιλέως δ. Lib.Ep.19
. -
7 ζάκορος
A attendant in a temple (more honourable than νεωκόρος acc. to Philem.Lex. (cf. Philol.57.353 sqq.) in Reitzenstein Gesch.d.Gr.Etym.p.394),ζ. Ἀφροδίτης Hyp.Fr. 178
;θεῶν Plu.Cam.30
;Δηοῦς IG3.713.1
: abs., Anon.Oxy.218ii14;τὰς ἱερείας καὶ τὰς ζ. IG12.4.14
(v B.C.), cf. ib.7.1883 ([place name] Thespiae), Men.126, 311, IG12(2).484.21 (Mytil., late), Plu. Sull.7, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζάκορος
-
8 ζυγόν
ζῠγόν, τό, also [full] ζυγός, ὁ, (in various senses), h.Cer. 217, Pl.Ti. 63b, Theoc.30.29, LXXGe.27.40, al., Plb.4.82.2, Ev.Matt.11.29, Jul.Or.5.173a, etc.: rarely in pl.,I yoke of a plough or carriage,ζ. ἵππειον Il.5.799
, 23.392;ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἵππους 5.731
, cf. Od.3.383;ἐπὶ ζυγὸν αὐχένι θεῖναι βουσί Hes.Op. 815
, cf. 581; ὑπὸ ζυγόφιν (i.e. ζυγοῦ)λύον ἵππους Il.24.576
: prov., τὸν αὐτὸν ἕλκειν ζ. 'to be in the same boat', Aristaenet.2.7, Zen.3.43;ταὔτ' ἐμοὶ ζ. τρίβεις Herod.6.12
.2 metaph.,ἐπὶ ζυγὸς αὐχένι κεῖται h.Cer. 217
;ἐχθροῖσιν ὑπὸ ζυγὸν αὐχένα θήσω Thgn.1023
; ἐπαυχένιον λαβεῖν ζ. Pi.P.2.93; δούλιον ζ. the yoke of slavery, Hdt.7.8.γ, A.Th.75 (pl.), 471, etc.; δουλείας, ἀνάγκης ζ., S.Aj. 944, E.Or. 1330;ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον S.Ant. 291
; ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μὴ.. so as to prevent.., X.Cyr.3.1.27;ζυγῷ ζυγῆναι Pl.R. 508a
;ἄγειν ὑπὸ τὸν ζ. τινάς Plb.4.82.2
, cf. D.H.3.22;ὑπὸ τὸν ζ. ὑπαγαγεῖν D.C.Fr.36.10
;ζυγὸν ὑποστῆναι D.H.10.20
.2 .III in pl., thwarts or benches joining the opposite sides of a ship, Od.9.99, 13.21, Hdt.2.96: rarely in sg.,θοὸν εἰρεσίας ζυγόν S.Aj. 249
(lyr.): metaph., of the seat of authority compared to the helmsman's seat, ;ἐπεὶ δ' ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ' ἀρχῆς Id.Ph.74
; σὺ ταῦτα φωνεῖς νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός; while on the main thwart sits authority, A.Ag. 1618; also of a coachman's seat, box, PMasp.303.15 (vi A.D.).IV beam of the balance,ζυγὸν ταλάντου A.Supp. 822
(lyr.), cf. Arist.Mech. 850a4: hence, the balance itself (cf. πῆχυς IV),αἴρειν τὸν ζυγόν Pl.Ti. 63b
; ἐν πλάστιγγιζυγοῦ κεῖσθαι Id.R. 55o
e; ζυγῷ or ἐν τῷ ζ. ἱστάναι, Lys.10.18, Pl. Prt. 356b;ζυγὸν ἱστάναι D.Prooem.55
: in pl., Id.25.46, SIG975.39 (Delos, iii B.C.): prov.,ζ. μὴ ὑπερβαίνειν Pythag.
ap. D.L.8.18.b the constellation Libra, Hipparch.3.1.5, Ph.1.28, Man.2.137, etc.;ζ. Ἀφροδίτης Porph.Antr.22
.VIII rank or line of soldiers, opp. file ([etym.] στοῖχος), ἐν τῷ πρώτῳ ζ. ἐμάχοντο τέσσαρες Th.5.68
;ὁ ζυγός Polyaen.4.4.3
(τὰ ζυγά 2.10.4
); κατὰ ζυγόν line with line, Plb.1.45.9;κατ' ἄνδρα καὶ ζ. Id.3.81.2
; esp. front rank, Ael.Tact.7.1, Arr.Tact.8.1; also of the Chorus, Poll.4.108.IX ζυγὰ ἢ ἄζυγα even or odd, a game, Sch.Ar.Pl. 817.X measure of land, SIG963.13 (Amorgos, iv B.C.). -
9 θεράπων
Aθεραπόντεσσι Pi.P.4.41
; [dialect] Aeol.θεράπων Sapph.74
, gen. θερράπονος Choerob.in An Ox.2.242 ( θεράπονος cod., cf. Hdn.Gr.2.302):—henchman, attendant, Od.16.253, etc.; companion in arms, squire, 4.23, etc.; ἡνίοχος θ. Il.5.580, 8.119;τώ οἱ ἔσαν κήρυκε.. καὶ θεράποντε 1.321
;θεράποντε Διός Od. 11.255
;θεράποντες Ἄρηος Il.2.110
, etc.;Μουσάων θεράποντες h.Hom. 32.20
, cf. Hes.Th. 100, Thgn.769, Ar.Av. 909 (lyr.); Ἔρως Ἀφροδίτης θ. Pl.Smp. 203c, cf. Sapph. l.c.; worshipper,Ἀπόλλωνος Pi.O. 3.16
, cf. Pl.Phd. 85a;Ἄρεος BMus.Inscr.971
(Cypr., v B.C.): c. dat., οἶκος ξένοισι θεράπων devoted to the service of its guests, Pi.O.13.3; λωτὸς.. Μουσᾶν θ. E.El. 717(lyr.): c. gen., attending upon,τῶν ἀδίκως δυστυχούντων Gorg.Fr.6
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεράπων
-
10 θιασώτης
2 c. gen., θιασῶται τοῦ θεοῦ τούτου (sc. Ἔρωτος) worshippers of Love, X.Smp.8.1; Ἀφροδίτης οἱ θ. IG22.1261.23; ὁ ἐμὸς θ. my fellow-reveller, E.Ba. 548 (lyr.); οἱ ἑαυτοῦ θ. fellow-members of his θ., IG22.1237.73.4 generally, follower, disciple, Luc.Fug.4;Πλάτωνος Them.Or.2.33c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θιασώτης
-
11 θύλλα
θύλλα· κλάδους ἢ φύλλα, ἢ ἑορτὴ Ἀφροδίτης, Hsch.:—hence [full] Θυλλοφόρος, title of Dionysus at Cos, SIG1012.7 (ii/i B.C.). -
12 καιρικός
b Astrol., belonging to the καιρός or chronocratory,κ. Χρόνοι Ἀφροδίτης Nech.
ap. Vett.Val.289.37.c Astron., ὧραι κ. hours of the kind that vary in length with the season, opp. ἰσημεριναί, Ptol.Alm.4.11, 7.3, Tetr.76.3 Gramm., temporal, Eust.17.3.4 καιρικαὶ βαφαί, dub. sens. in Zos.Alch.p.246B., cf. p.228, 239, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καιρικός
-
13 λῃστρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λῃστρικός
-
14 μεθύω
μεθύω [ῠ], ([etym.] μέθυ), only [tense] pres. and [tense] impf.: [tense] fut. and [tense] aor. [voice] Act. belong to μεθύσκω ( μεθύσας is f.l. in Nonn.D.28.211; μεθύσαντας is f.l. for - τες in Plu.2.239a), [tense] aor. being supplied by [voice] Pass. of μεθύσκω:—A to be drunken with wine,νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς Od.18.240
; μεθύων, opp. νήφων, Thgn.478, 627, cf. Alc.Supp.4.12, Pi.Fr. 128, Ar.Pl. 1048, PHal.1.193 (iii B. C.), etc.;μ. ὑπὸ τοῦ οἴνου X. Smp.2.26
; τὸ μεθύειν drunkenness, Antiph.187.2, Alex.43;τὸ μ. πημονῆς λυτήριον S.Fr. 758
.II metaph.,1 of things, to be drenched, steeped in any liquid, c. dat., e.g.βοείην.. μεθύουσαν ἀλοιφῇ Il.17.390
;μεθύων ἐλαίῳ λύχνος Babr.114.1
; [χείμαρρος] ὄμβροισι μ. AP9.277
(Antiphil.).2 of persons, to be intoxicated with passion, pride, etc.,ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης X.Smp.8.21
;ὑπὸ τρυφῆς Pl.Criti. 121a
;ἔρωτι Anacr.19
;τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων D.4.49
;περὶ τὰς ἡδονάς Philostr.VS1.22.1
;οὐ μ. τὴν φρόνησιν Alex.301
;μ. τὸ φίλημα AP5.304
. -
15 μεταίχμιος
A between two armies,φόνοι Lyc.1435
; debatable, of territory, J.BJ5.1.4:—but usu. Subst. [full] μεταίχμιον, τό, space between two armies, Hdt.6.77, 112;ἐς μέσον μ. E.Ph. 1361
: pl., ib. 1279;ἐν μεταιχμίοις δορός Id.Heracl. 803
; disputed frontier, debatable land, Sol. ap.Arist.Ath.12.5, Hdt.8.140.β: metaph., ἐν μεταιχμίῳ σκότου in the border-land between light and darkness, A.Ch.63 (lyr.): generally, interspace, Arist.PA 676a2; of Time, οὐδὲν ἔχειν μ. ἀνδρῶν no interval of manhood, Luc.Am.21;τὸ μ. Ἀφροδίτης καὶ Ἡλίου Nicom. Harm.3
.2 what is mid-way between, c. gen., ; πεδαίχμιοι λαμπάδες hanging in mid-air, Id.Ch. 589 (lyr.): neut. as Adv.,ζωῆς καὶ θανάτοιο μ. AP9.597
([place name] Cometas).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταίχμιος
-
16 μέτριος
I of Size, μ. ἄνδρες men of average height, Hdt.2.32; μ. πῆχυς the common cubit, Id.1.178; ἰσχὰς μ. a fair-sized fig, Diocl.Fr.140; of Time, μ. μῆκος λόγων the proper length of speech, Pl.Prt. 338b; μ. χρόνος ἀκμῆς a fair average time of maturity, Id.R. 460e.II of Number, [ἱππεῖς] μ. a reasonable number of.., X. Cyr.2.4.14.III mostly of Degree, moderate, ;μ. νῦν ἔπος εὔχου A.Supp. 1059
(lyr.);μ. χάρις E.IA 554
(lyr.);σῖτος -ώτατος X.Lac.1.3
; τὸ μ. the mean, S.OC 1212 (lyr.), cf. Pl.Lg. 719e, Plt. 284e;ὁμολογεῖται τὸ μ. ἄριστον καὶ τὸ μέσον Arist.Pol. 1295b4
;περαιτέρω τοῦ μ. X.Mem.3.13.5
;πέρα τοῦ μ. Thphr.CP6.1.4
;ἐνδοτέρω τοῦ μ. Plu.2.656f
;τὰ μ. E.Med. 125
(anap.);εἴη γ' ἐμοὶ μέτρια Id. Ion 632
;τὰ μ. κεκτῆσθαι X.Mem.2.6.22
;μ. καὶ δίκαια Ar.Nu. 1137
; μ. φιλία a friendship not too great, E.Hipp. 253 (anap.);μετρίων λέκτρων μετρίων δὲ γάμων.. κῦρσαι θνητοῖσιν ἄριστον Id.Fr. 503
(anap.); μ. ἐσθῆτι χρῆσθαι simple dress, Th.1.6; μετρία φυλακῇ not in strict custody, Id.4.30;βίος μ. καὶ βέβαιος Pl.R. 466b
; μ. σχῆμα modest apparel, Id.Grg. 511e;μ. οὐσίαν κεκτῆσθαι Arist.Pol. 1292b26
; οἱ μ. respectable people, D.18.10; later, poor,μ. καὶ δυστυχεῖς POxy.120.7
(iv A. D.), etc.: with inf., ὅσον οἰόμεθα μέτριον εἶναι πιεῖν just sufficient, Pl.Phd. 117b.2 tolerable,οἷς μὴ μ. αἰών S.Ph. 179
(lyr.);ἀπὸ τῶν μ. ἐπ' ἀμήχανον ἄλγος Id.El. 140
(lyr.);μ. ἄχθος E.Alc. 884
(anap.); ; ναύταις μ. χειμὼν φέρειν ib. 688; μετρίων δεομένῳ making a moderate request, Hdt.4.84;τυχεῖν τῶν μετρίων Lys.9.4
; τὰ μ. tolerable terms. Decr. ap. D.18.165;ἐπὶ μετρίοις Th.4.22
; μηδὲν μ. λέγειν nothing tolerably accurate, Pl.Tht. 181b; - ωτάτη ἡ δημοκρατία least intolerable, Arist.Pol. 1289b4, cf. Men.532.17 ([comp] Sup.).3 of Persons, moderate in desires and the like , temperate, Ar.Pl. 245; -ώτεροι ἐς τὰ πολιτικά Th.6.89
;μ. πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Lg. 816b
;σώφρων καὶ μ. πρὸς τὴν καθ' ἡμέραν δίαιταν Aeschin.3.170
;ἐν τῷ σίτῳ X.Cyr.5.2.17
; of Love, μάκαρες οἳ μ. θεοῦ (sc. Ἀφροδίτης) (lyr.), cf. Fr. 967 (lyr.);εἰ δ' ἦσθα μ. τἄλλα γ' ἡδίστη θεῶν πέφυκας Id.Hel. 1105
; also, moderate, fair, Thgn.615, Pl.R. 396c, etc.; a favourite word in democratic states,μ. καὶ φιλάνθρωπος D.21.185
; σαυτὸν -ώτερον παρέχειν ib.134; μ. πρὸς τοὺς ὑπηκόους mild towards.., Th.1.77.B Adv. μετρίως moderately, within due limits,ἀπηγήσεσθαι Hdt.2.161
; in due measure, neither exaggerating nor depreciating,εἰπεῖν Th.2.35
; ;μ. περὶ αὑτῶν διαλεχθέντες Isoc.12.171
; μ. ἔχειν to be in due proportion, neither too much nor too little, Pl.Tht. 191d; μ. ἔχειν βίου to be moderately well off, Hdt.1.32;μ. φιλοσοφίας ἔχειν Pl.Euthd. 305d
: [comp] Comp. μετριώτερον (infr. 3), also - ωτέρως Arist.HA 587a1: [comp] Sup. - ώτατα Th.6.88, etc.2 enough,μ. κεχόρευται Ar.Nu. 1511
(anap.);μ. πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην εἰρημένα Id.Ec. 969
; moderately, pretty well,ἐν οἰκουμένῃ καὶ μ. πολιτείᾳ Pl.Lg. 936b
;σωφρονοῦσι καὶ μ. D.6.19
; μ. [λέγειν] Men.Pk. 262;ἀποδέξασθαι μ. Pl. Tht. 161b
.3 modestly, temperately, , cf. HF 709;ἀποκρίνασθαι X.An.2.3.20
;μ. βεβιωκώς Lys. 16.3
(but μ. διάγειν to be moderately off, X.Hier.1.8);πενθεῖν μ. Antiph.53.1
;φέρειν Plb.3.85.9
; on fair terms,μ. ξυναλλαγῆναι Th.4.19
, cf. 20: [comp] Comp. - ώτερον, πρός τινας φρονεῖν X.Cyr.4.3.7
.4μ. ἔχειν
to be in 'middling' health,PLips.
108.6 (ii/iii A. D.).II neut. μέτριον and μέτρια as Adv.,μέτριον ἔχειν Pl.Lg. 846c
(sed leg. μέτρον); μέτρια βασανισθείς Id.Sph. 237b
: also with Art.,τὸ μέτριον ἀποκοιμηθῆναι X.Cyr.2.4.26
;τὰ μέτρια διαφέρεσθαι Th.4.19
, cf. 8.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέτριος
-
17 νήφω
νήφω, [dialect] Dor. [full] νάφω (v. infr. II), used by early writers only in [tense] pres., mostly in part.: later [tense] impf.Aἔνηφον Chor.
in Rev.Phil.1877.67: [tense] aor. ἔνηψα IEp.Pet.4.7, Orac. ap. Ael.Fr. 103, J.AJ11.3.3, Procl. in Prm. p.741 S., ([etym.] ἐξ-) Aret.SD1.5, ([etym.] ἀν-) Nic.Dam.4 J.:—to be sober, drink no wine,οὔτε τι γὰρ ν. οὔτε λίην μεθύω Thgn.478
;νήφειν Archil.4
, Pl. Smp. 213e, al.: part. νήφων as Adj., = νηφάλιος, Hdt.1.133, Ar.Lys. 1228;ὑμῖν ἀντέκυρσα.. νήφων ἀοίνοις S.OC 100
;ὑπ' ἐχθροῦ νήφοντος ὑβριζόμην D.21.74
; τὸ τοὺς μεθύοντας... πλείω ζημίαν ἀποτίνειν τῶν ν. Lex Pittaciap. Arist.Pol. 1274b20;μεθύοντα.. παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν Pl.Smp. 214c
; ν. θεός, i.e. water, Id.Lg. 773d: prov.,τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Plu.2.503f
;[Ἀναξαγόρας] οἷον ν. ἑφάνη παρ' εἰκῇ λέγοντας Arist. Metaph. 984b17
;νήφων μεθύοντα ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης θεᾶται X.Smp.8.21
;τὸ νῆφον ὑπὸ τοῦ πάθους βυθίζεται Alciphr.1.13
.II metaph., to be self-controlled, Pl.Lg. 918d; to be sober and wary,νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν Epich.[250]
;γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν 1 Ep.Thess.5.6
; νήψατε εἰς προσευχάς 1 Ep.Pet.l.c.;νήφων καὶ πεφροντικώς Plu. 2.800b
;ν. καὶ φροντιστής Gal.17(1).991
;προμηθής τε καὶ ν. Hdn.2.15.1
; καρδίῃ νήφοντος Poet. ap. Longin.34.4;ν. λογισμός Epicur.Ep. 3p.64U.
2 ν. ἐκ κακοῦ recover oneself from.., Ach.Tat.1.13; ἐγερθέντων καὶ νηψάντων ἀπὸ τῆς πτώσεως Procl.l.c. -
18 οὐ μήν
A not however, A.Ag. 1068, etc.; οὐ μὴν οὐδέ nor on the other hand, Th.1.3,82,2.97, X.Mem.1.2.5, etc.2 οὐ μὴν.. γε after a neg., no nor even yet,Ἀφροδίτης γὰρ οὔ μοι φαίνεται, οὐ μὴν Χαρίτων γε Ar. Pax41
: without a preceding neg., οὐ μὴν ἐρῶ γ' ὡς .. I cannot, it is true, say.., Id.Nu.53; v. οὐ μάν. -
19 οὖς
οὖς (nom. sg. freq. in IGIl(2).161 B126, al. (Delos, iii B. C.), v. sub fin.), τό, gen. ὠτός, dat. ὠτί: pl. nom. ὦτα, gen. ὤτων, dat. ὠσί ( ὤτοις condemned by Phryn.186):—Hom. has only acc. sg. and dat. pl. (v. infr.); the other cases he forms as if from οὖας (which is found in Simon.37.14), gen. οὔατος, pl. nom. and acc. οὔατα (also in Epich.21, Hp.Cord.8,al., SIG1025.62 (Cos, iv/iii B. C.)), dat.Aοὔασι Il.12.442
(ὠσίν Od.12.200
): Hellenistic nom. sg. [full] ὦς PPetr.3p.33 (iii B. C.), PGrenf.1.12.29, 2.15 ii I (ii B. C.), IG7.3498.19 (Oropus, ii B. C.), Roussel Cultes Egyptiens 217 (Delos, ii B. C.), PStrassb.87.14 (ii B. C.): also [dialect] Dor. [full] ὦς Theoc.11.32; pl. ὤϝαθ' cj. for ὦτά θ' in Alcm.41:— ear,Ἄντιφον αὖ παρὰ οὖς ἔλασε ξίφει Il.11.109
; [κηρὸν] ἐπ' ὠσὶν ἄλειψ' Od.
l.c.; αἲ γὰρ δή μοι ἀπ' οὔατος ὧδε γένοιτο oh may I never hear of such a thing! Il.18.272;αἲ γὰρ ἀπ' οὔατος εἴη 22.454
;ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει 10.535
; ὀρθὰ ἱστάναι τὰ ὦτα, of horses, Hdt.4.129, cf. S.El.27, etc.;ἐν τοῖσι ὠσὶ.. οἰκέει ὁ θυμός Hdt.7.39
, cf.1.8; βοᾷ ἐν ὠσὶ κέλαδος rings in the ear, A.Pers. 605;φθόγγος βάλλει δι' ὤτων S.Ant. 1188
, cf. A.Ch.56 (lyr.); (lyr.); ὀξὺν δι' ὤτων κέλαδον ἐνσείσας ib. 737, cf. OT 1387;δι' ὤτων ἦν λόγος E.Med. 1139
, cf. Rh. 294, 566; soἁμῖν τοῦτο δι' ὠτὸς ἔγεντο Theoc.14.27
; (anap.);εἰς οὖς ἑκάστῳ.. ηὔδα λόγους E.Andr. 1091
, cf. Hipp. 932;προσκύψας μοι μικρὸν πρὸς τὸ οὖς Pl.Euthd. 275e
; ἐπ' (ἐς cj. Dawes)οὔατα λάθριος εἶπεν Call.Ap. 105
; reversely, παρέχειν τὰ ὦτα to lend the ears, i. e. to attend, Pl.Cra. 396d, etc.; soἐπισχέσθαι τὰ ὦτα Id.Smp. 216a
;παραβάλλειν Id.R. 531a
, cf. Call.Fr. anon. 375;τὰ ὦτα ἐξεπετάννυτο Ar.Eq. 1347
;ὦτα χορηγεῖν Plu.2.232f
; ἀποκλείειν τὰ ὦτα ib.143f; οἱ ὦτα ἔχοντες those who have ears to hear, ib. 1113c: metaph., of spies in Persia, X.Cyr.8.2.10sq., Luc.Ind.23, cf. Arist.Pol. 1287b30;τὸ τῶν λεγομένων ὤτων καὶ προσαγωγέων γένος Plu.2.522f
; τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες, of persons who slink away ashamed (hanging their ears like dogs), Pl.R. 613c: prov., v. λύκος; τεθλασμένος οὔατα πυγμαῖς, of a boxer, Theoc.22.45 (cf. ὠτοκάταξις) ; ἐπ' ἀμφότερα τὰ ὦτα καθεύδειν sleep soundly, Aeschin. Socr.54 D.1 handle, esp. of pitchers, cups, etc.,οὔατα δ' αὐτοῦ τέσσαρ' ἔσαν Il.11.633
, cf. 18.378, Bion ap. Plu.2.536a, IG11(2).161 B126 (Delos, iii B. C.), Hero Spir.2.23, Dsc.5.87; [ποτήριον] ὦτα συντεθλασμένον Alex.270.3
.2 in Archit., = παρωτίς 4, IG12.372.201, cf. 319.6.3 οὖς Ἀφροδίτης, a kind of shell-fish, Antig.Car. ap. Ath.3.88a; οὖς θαλάττιον, = ἀγρία λεπάς, Arist.HA 529b16.4 τὰ ὦτα (οὔατα Hp.
) τῆς καρδίας the auricles of the heart, Hp.Cord.8, Gal.UP6.15, cf. 2.615K. -
20 παρεμπορεύομαι
A traffic in besides: metaph.,μικρὰ π. τῆς ἀφροδίτης Alciphr.Fr.6.16
; τὸ τερπνὸν π. yield delight besides instruction, Luc.Hist.Conscr.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεμπορεύομαι
См. также в других словарях:
Ἀφροδίτης — Ἀφροδί̱της , Ἀφροδίτη Aphrodite fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδίτης — ἀφροδί̱της , Ἀφροδίτη Aphrodite fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνη της Αφροδίτης — Ζωνοειδής κεραιοφόρος οργανισμός. Ανήκει στα κτενοφόρα και είναι ημιδιαφανής, επιμήκης και πλατύς όπως ακριβώς και μια ζώνη. Έχει ύψος έως 1,5 εκ. και μήκος έως 1,5 μ. Ζει στη Μεσόγειο και στον τροπικό Ατλαντικό ωκεανό … Dictionary of Greek
κεστός ή ζώνη της Αφροδίτης — (Cestum veneris). Θαλάσσιο ζώο του φύλου των κτενοφόρων που βρίσκεται σε όλες τις θερμές θάλασσες και αφθονεί στη Μεσόγειο. Ο κ. κολυμπά ή αφήνεται να παρασυρθεί από τα ρεύματα. Το σώμα του είναι πλευρικά πεπλατυσμένο, ώστε να έχει τη μορφή… … Dictionary of Greek
κόμη της Αφροδίτης — (Adantium capillus veneris). Επιστημονική ονομασία του φυτού αδιάντοπολυτρίχι. Βλ. λ. αδιάντο … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ερμαφρόδιτος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης. Το διπλό φύλο του (που φαίνεται και από το όνομά του) οφείλεται, κατά τον αρχαίο μύθο, στη συγχώνευσή του με τη νύμφη Σαμαλκίδα, η οποία τον είχε ερωτευτεί. Η μυθολογική αυτή αφήγηση… … Dictionary of Greek
Ακροκόρινθος — Η ακρόπολη της αρχαίας Κορίνθου και από τις πιο οχυρωμένες ελληνικές ακροπόλεις. Από πολύ νωρίς, γύρω στο 1000 π.Χ., όταν άρχισε να διαμορφώνεται στη βορειοανατολική πλαγιά του ο συνοικισμός που εξελίχθηκε στην πόλη Κόρινθο των ιστορικών χρόνων,… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυτιλήνης — Η αρχαιολογική συλλογή του Μουσείου Μυτιλήνης στεγάζεται σε δύο κτίρια. Το παλαιότερο (Αργύρη Εφταλιώτη 7 & 8ης Νοεμβρίου) στεγάζει ευρήματα από τα προϊστορικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ στο νεότερο (8ης Νοεμβρίου) παρουσιάζονται ευρήματα των… … Dictionary of Greek